- ἐφοδικῶς
- ἐφοδικόςappertaining to methodadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφοδικός — ἐφοδικός, ή, όν (ΑΜ) [έφοδος] αυτός που ανήκει σε μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός αρχ. 1. πάπ. αυτός που ανήκει στον εφοδιάζοντα, στον επιθεωρούντα («ἐφοδικαὶ λειτουργίαι») 2. φρ. «εφοδικός λόγος» τίτλος έργου τού Αρχιμήδη. επίρρ... ἐφοδικῶς… … Dictionary of Greek